συγχώρηση — συγχώρηση, η και συγχώρεση, η η παροχή συγγνώμης: Ζήτα συγχώρεση από το Θεό για τις αμαρτίες σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… … Dictionary of Greek
συγχωρήσηι — συγχώρησις agreement fem dat sg (epic) συγχωρήσῃ , συγχωρέω come together aor subj mid 2nd sg συγχωρήσῃ , συγχωρέω come together aor subj act 3rd sg συγχωρήσῃ , συγχωρέω come together fut ind mid 2nd sg συγχωρήσῃ , συγχωρέω come together aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek
συγχωρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + … Dictionary of Greek
συγχωρητικός — ή, ό / συγχωρητικός, ή, όν, ΝΑ [συγχωρῶ] αυτός που εύκολα συγχωρεί νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό το συγχωροχάρτι αρχ. αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.… … Dictionary of Greek
ослабити — ОСЛАБ|ИТИ (27), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Лишить прежней силы, ослабить: д҃шю ѡмрачихъ немл҃срдиѥмь и тѣло ѡслабихъ лѣностию. СбЯр XIII2, 179 об.; и не ѡслаби насъ сатана. (οὐχ εἷλεν!) ФСт XIV/XV, 82в. 2. Расслабить. Зд. Опустить … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» … Dictionary of Greek
αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… … Dictionary of Greek
εξαγορία — και εξαγοριά και ξαγοριά, η (Μ ἐξαγορία) 1. μετάνοια, μεταμέλεια 2. συγχώρηση αμαρτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγορεύω (πρβλ. αναγορεύω αναγόριο, φεύγω φευγιό κ.ά.)] … Dictionary of Greek