συγχωρήσῃ

συγχωρήσῃ
συγχωρήσηι , συγχώρησις
agreement
fem dat sg (epic)
συγχωρέω
come together
aor subj mid 2nd sg
συγχωρέω
come together
aor subj act 3rd sg
συγχωρέω
come together
fut ind mid 2nd sg
συγχωρέω
come together
aor subj mid 2nd sg
συγχωρέω
come together
aor subj act 3rd sg
συγχωρέω
come together
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγχώρηση — συγχώρηση, η και συγχώρεση, η η παροχή συγγνώμης: Ζήτα συγχώρεση από το Θεό για τις αμαρτίες σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… …   Dictionary of Greek

  • συγχωρήσηι — συγχώρησις agreement fem dat sg (epic) συγχωρήσῃ , συγχωρέω come together aor subj mid 2nd sg συγχωρήσῃ , συγχωρέω come together aor subj act 3rd sg συγχωρήσῃ , συγχωρέω come together fut ind mid 2nd sg συγχωρήσῃ , συγχωρέω come together aor subj …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • συγχωρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + …   Dictionary of Greek

  • συγχωρητικός — ή, ό / συγχωρητικός, ή, όν, ΝΑ [συγχωρῶ] αυτός που εύκολα συγχωρεί νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό το συγχωροχάρτι αρχ. αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.… …   Dictionary of Greek

  • ослабити — ОСЛАБ|ИТИ (27), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Лишить прежней силы, ослабить: д҃шю ѡмрачихъ немл҃срдиѥмь и тѣло ѡслабихъ лѣностию. СбЯр XIII2, 179 об.; и не ѡслаби насъ сатана. (οὐχ εἷλεν!) ФСт XIV/XV, 82в. 2. Расслабить. Зд. Опустить …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» …   Dictionary of Greek

  • αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… …   Dictionary of Greek

  • εξαγορία — και εξαγοριά και ξαγοριά, η (Μ ἐξαγορία) 1. μετάνοια, μεταμέλεια 2. συγχώρηση αμαρτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγορεύω (πρβλ. αναγορεύω αναγόριο, φεύγω φευγιό κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”